- Θεμιστοκλέα
- Θεμιστοκλέηςmasc acc sg (epic ionic)Θεμιστοκλέᾱ , Θεμιστοκλέηςmasc acc sg (attic)Θεμιστοκλέᾱ , Θεμιστοκλῆςmasc acc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξάπτω — (I) ἐξάπτω [άπτω] (Α) 1. δένω, προσδένω, εξαρτώ από κάπου («ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλώδιον», Αριστοφ.) 2. συνάπτω, συνδέω («τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῡ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάσσης», Πλούτ.) 3. θεωρώ κάτι άμεσα συνδεόμενο ή εξαρτώμενο με κάτι… … Dictionary of Greek
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek
υπερθεμιστοκλής — ὁ, Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὁ ὑπὲρ Θεμιστοκλέα τῇ σοφία». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + Θεμιστοκλῆς] … Dictionary of Greek